- λούπης
- ο коршун
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λούπης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λούπης — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821 από την Κρήτη. 1. Γεώργιος (Σκορδαλού Κυδωνίας 1790 – 1858). Συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις σε όλη την Κρήτη και διακρίθηκε για την ανδρεία του ως οπλαρχηγός της επαρχίας του. Μετά το τέλος της… … Dictionary of Greek
λοῦπα — λούπης masc voc sg λούπης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοῦπαν — λούπης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λούπην — λούπης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λούπου — λούπης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λούπα — λούπᾱ , λούπης masc nom/voc/acc dual λούπᾱ , λούπης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λούπας — λούπᾱς , λούπης masc acc pl λούπᾱς , λούπης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λούππις — λοῡππις (Α) το αρπακτικό πτηνό ικτίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού λούπης*, άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
λούπαν — λούπᾱν , λούπης masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)